Γράφει η θεία μου η Helena
Η μάνα της την είχε διδάξει από μικρή ν’ αγαπάει τους μελαχρινούς άνδρες.
-«Όσο πιο μελαχρινός τόσο πιο χρήσιμος.», έλεγε, «Κάτι σαν την σοκολάτα».
-«Ναι ρε μάνα, αλλά εγώ προτιμώ την γάλακτος».
-«Ποτέ δεν με ακούς, ανόητη. Ο καθένας στο είδος του.».
Είχε δίκιο, ποτέ δεν την άκουγε.
Μια φορά μόνο την άκουσε και, God blessing, δεν έχασε. Χήρα θα ήταν τώρα.
Εκείνος σπούδαζε στη Τζέντα. Εκεί συναντήθηκαν. Λεπτός, μελαχρινός, αισθαντικός, με κάτι πύρινα μάτια κι ένα θλιμμένο χαμόγελο.
Ιχθύς!
Φλέρταρε μαζί της με πάθος. Αβρός, περιποιητικός, γαλαντόμος, με τα δώρα του. Με φαντασία αχαλίνωτη και λατρεία στα προκαταρκτικά. Καταλαβαίνετε τώρα.
Του έκατσε!
Ύστερα, απότομα, εκείνος άρχισε να αλλάζει. Ξεκίνησαν οι απαιτήσεις.
-«Εσείς όλες δεν ξέρετε τι πρέπει να κάνετε με τις τρίχες σας.», φώναζε, «εμάς μας τα έχει πει κατά γράμμα ο Προφήτης. Να καλύψεις το κεφάλι σου γρήγορα και να ξυριστείς».
Ξυρίστηκε!
Μετά άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του που είχε σχέσεις με μία άπιστη. Γινόταν και λιγάκι βίαιος. Την πονούσε, αλλά όχι πολύ.
Της άρεσε!
Έπειτα άρχισαν να τον ενοχλούν τα ψηλά κτήρια.
-«Μια μέρα εγώ όλους αυτούς τους πύργους της ματαιοδοξίας θα τους γκρεμίσω» , ξεφώνιζε και χόρευε με τα χέρια ανοιχτά σαν να πετούσε.
Στην αρχή εκείνη δεν τρόμαζε, ούτε και τον έπαιρνε πολύ σοβαρά. «Προχωρημένες οικολογικές ευαισθησίες», έλεγε.
Τον καλόπιανε!
Ύστερα ξεκίνησαν τα περίεργα τηλεφωνήματα. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες σ’ ένα τηλέφωνο να μιλάει τη μια Νταρί, την άλλη Αραβικά, την άλλη Αγγλικά.
Πάνε οι ατελείωτες νύχτες προκαταρκτικών και έρωτα. Πάνε όλα. Της άφηνε κάτι δακτυλίδια στο κομοδίνο, κάτι βραχιόλια, κάτι μετοχές σε εταιρίες πετρελαίου και εξαφανιζόταν.
Άρχισε να υποψιάζεται ότι έχει άλλη.
Τι πασαλειφόταν με αρώματα, τι ξυριζόταν κόντρα, τι ξάπλωνε στο κρεβάτι γυμνή και αναστέναζε. Φτυστή η American Beauty με τσαντόρ… Μάταιο.
-«Δεν μ’ αγαπάς πια», του έλεγε, «δεν μου είσαι πιστός.
Μούγκα αυτός. Και να κι άλλα δακτυλίδια, και να βραχιόλια, και να μετοχές, αλλά τηγανίτα τίποτα.
Είδε και αποείδε η μικρή.
Πήρε τη μάνα της τηλέφωνο.
-«Μάνα, το και το».
-«Του τα έδωσες όλα γρήγορα και χόρτασε. Ανόητη. Τώρα νομίζει ότι μπορεί να σε κάνει ό,τι θέλει. Νομίζει ότι είναι κάποιος. Τέλος. Μαζέψου και παράτα τον.»
-«Μα…»
-«Μαμούνια μωρή. Σαν κι αυτόν είναι κι άλλοι πολλοί, σαν κι εσένα καμία.»
Την άκουσε τη μάνα. Ευτυχώς.
God Bless Her
ΥΓ… Φήμες που λένε ότι η μάνα τον έφαγε λάχανο, μάλλον ευσταθούν.