Γράφει η θεία μου η Helena.
ΕΥΑ - ΜΙΑ ΖΩΗ ΚΟΜΠΟΣΤΑ
Δύο κιλά μήλα έξι ευρώ;
Για τ’ όνομα του Θεού!
Αλλά τι να πεις;
Από τότε που τα μήλα πουλιούνται με το κιλό χάλασε ο
κόσμος.
Πριν…
Όχι καλέ τότε-όλο στην πολιτική πάει το μυαλό σου-
Πιο πριν…
Ε, ήτανε καλύτερα τα πράγματα.
Εκτός φυσικά από εκείνη τη γελοία ιστορία με το μήλο.
Ποιος έφαγε το μήλο;
Ποιος έδωσε το
μήλο;
Πού χάθηκε το μήλο;
Τι ποικιλία ήτανε το μήλο;
Έπεσε κάτω απ’ τη μηλιά το μήλο;
Μπούρδες!
Αλλά εγώ φταίω για όλα.
Εγώ που τον αγαπούσα.
Που του στάθηκα, χωρίς να το ζητήσει πολλές φορές.
Έφαγα τα νιάτα μου μαζί του, έφαγα και τα γεράματά
μου.
Πάω τα βράδια για κανένα ποτάκι κι όταν πέσει εκείνο το…
της Δέσποινας ντε…
“Στα ‘δωσα όλα κι έμεινα στον άσσο.
Έτσι θέλησα να σου εκφράσω, πως για σένα υπάρχω στη
ζωή.”
Ε, κάτι παθαίνω. Ξεχνάω τις κουλτούρες, τα ξεχνάω όλα.
“Δέστε μου τα μάτια να μην τον ξαναδώ”…
Διότι άμα σε λένε Δέσποινα όσο να ‘ναι έχεις και μια άνωθεν προστασία ως συνονόματη.
Ενώ άμα σε λένε Εύα, όπως εμένα;
...
Εγώ φταίω για όλα.
Όταν τον είδα να κατουριέται απ’ το φόβο του που τον
τσάκωσε ο Κύριος με το μήλο, τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου.
Τώρα τον είχα στο χέρι.
Θα του έδειχνα εγώ τι πάει να πει δεύτερος στη ζωή.
Βλέπεις με είχε ζαλίσει.
“Ο Κύριος με έφτιαξε πρώτο. Είσαι δεύτερη.”
Μπούρδες!
Μα μόλις ήρθε η ώρα της ευθύνης, τα έκανε επάνω του, ο
πρώτος.
Γιατί ο Κύριος
απ’ αυτόν ζήτησε εξηγήσεις και τι και πώς για το μήλο. Αφού αυτός ήτανε πρώτος;
“Κύριε, δε φταίω εγώ, η γυναίκα που μου "δωσες εσύ μου έδωσε το μήλο.”
Αυτιά να βγάλεις, γάιδαρε.
Ξέχασες κιόλας;
Ξέχασες;
Την πρώτη φορά που το δοκίμασες ρεύτηκες, “ματιασμένος θα’ μαι” είπες.
Τη δεύτερη φορά, γύρισες απ’ την άλλη και κοιμήθηκες.
Ύστερα το πήρες
σκοινί κορδόνι και όλο “τι θα γίνει μ’ εμάς μανίτσα μου, δεν έχει άλλο;”.
Ξέχασες.
Σου άρεσε κι εσένα. Ζουμερό και γλυκό.
Ξέχασες.
Και μη νομίζεις πως ο Κύριος σοβαρολογούσε με τα υπόλοιπα.
Απλώς, τον ζαλίσαμε μετά με τους καυγάδες, τον
φλομώσαμε στα ψέματα, τον φλόμωσα κι εγώ δηλαδή με τις αηδίες μου για το φίδι
του ζήταγες κι εσύ τα ρέστα, ε, ήρθε και
βαρέθηκε το δημιούργημά του.
Εγώ φταίω για όλα.
-Δεν είναι το μήλο αγάπη μου, εσύ είσαι υπέοροχος, εσύ είσαι που κάνεις τη
διαφορά.
Μπούρδες!
Έκανα την Αγάπη ανοχή.
Μ’ άρεσε δε μ’ άρεσε…Ναι εγώ.
Με τα σάλια και τις γλύκες, με την δήθεν υπακοή με το: εσύ τα ξέρεις όλα, εσύ κάνεις κουμάντο για όλα...
Ήρθα και σε έκανα μήλο κομπόστα.
Σε καλόπιανα-δήθεν πως δε με πείραξε που με πούλησες- και σε έκανα ρόμπα.
Σε έκανα από άνθρωπο, άντρα.
Τι άντρα δηλαδή; Σε έκανα ένα γελοίο, άβουλο, ανθρωπάκι που περιφέρει ένα γύρω την πρωτιά και την εξουσία του.
Αλλά με είχες τσαντίσει μ’ εκείνα τα…
“Εγώ είμαι άνθρωπος, εσύ είσαι γυναίκα.”
Σαν ανέκδοτο με ξανθιές το είχες καταντήσει.
Ποια είναι η διαφορά, βρε κακομοίρη, ε;Κακομοίρη... Που μου είσαι και άνθρωπος ενώ εγώ είμαι γυναίκα...
Στο μυαλό αγαπητέ μου είναι η διαφορά, ανάμεσα στ’ αυτιά μας.
Γιατί ανάμεσα στα πόδια μας είχαμε φύλλο συκής και οι
δύο.