Σου γράψω δεν σου γράψω… ματαιότης. Εκείνος δεν σε διαβάζει.
Τι ανοιχτό σε αφήνω… τι σκόπιμα σε ξεχνώ στο κομοδίνο του… μόνο σαΐτες τις σελίδες σου να τις πετάξω στο κεφάλι του δεν έχω κάνει.
Εκείνος σε αγνοεί και με αγνοεί.
Κακό πράγμα η άγνοια. Βέβαια κακή και η ημιμάθεια… διότι κάποτε που όλο και κάτι συνέβαινε… εγώ τζίφος. Ο κύριος υπήρξε ημιμαθής πάντα. Ό,τι ήξερε για το επίμαχο θέμα το είχε μάθει από κάτι αγοραίες ιστορίες και από περιοδικά.
Ε, με στραβό να κοιμηθείς… πόσο μάλλον άμα πληρώνεις για να … κοιμηθείς.
Τώρα τελευταία η… άγνοια έχει χτυπήσει κόκκινο. Ο κύριος… δεν.
Θα μου πεις βέβαια ότι θα έπρεπε να λέω και «Δόξα τω Θεώ»… που δεν με κουράζει πια...
Οκ θα λέω αλλά… Δεν φτάνει που… δεν… δεν κάνει και τίποτε άλλο ρε ημερολόγιο.
Τα νεύρα μου έχει σπάσει.
Πρόσφατα μάλιστα, άρχισε να κοιμάται και στον καναπέ.
Ναι, ξέρω ξέρω… εσένα όλο το μυαλό σου πάει σε γκόμενες, μα όχι.
Είμαι – σχεδόν– βέβαιη ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο. Και πώς δηλαδή να υπάρχει; Από καναπέ σε καναπέ σέρνεται… ρούπι δεν το κουνάει, μη και τυχόν του πιάσει κανείς άλλος την θέση.
Το σαλόνι κατάντησε να μυρίζει μια μπαγιάτικη κρεβατίλα σαν δωμάτιο γηροκομείου. Θέλει να έρθει επίσκεψη κανένας άνθρωπος και πρέπει να αερίζω τους καναπέδες. Έλεος.
Προχθές δεν άντεξα… είπα: «Θα μιλήσω!!!»
«Μωρό μου», λέω, «μήπως δεν είναι σωστό που κοιμάσαι στον καναπέ;»…
«Γιατί;», μου απαντά…
«Να μωρέ, άμα θέλει να έρθει επίσκεψη καμιά φίλη…»
«Έλα ρε παιδί μου, τι τυπικότητες είναι αυτές; Χουζουρεύω στον καναπέ και βλέπω τηλεόραση. Θα σε παρεξηγήσει δηλαδή;»
«Όχι μωρέ, απλά εγώ δεν νιώθω άνετα…»
«Δηλαδή;»
«Ε, να… δεν θέλω να καταλάβει κανείς ότι κοιμάσαι χώρια…»«Αααα...»
«Άσε που γίνεται το σαλόνι άνω κάτω και γεμίζει χνούδια από τις κουβέρτες σου…»
«Έλα ρε κοριτσάρα μου, αυτό σε νοιάζει;»
«Ε, όσο να ‘ναι… φίλες μου δεν λέω, αλλά μην μας πιάσουν και στο στόμα τους.»
«Ε, αν είναι έτσι, οκ…»
«Τι, οκ;»
«Για να μην παραπονιέσαι για τα χνούδια, θα βάζω μέρα παρά μέρα σκούπα.»
«… … …»
