Γράφει η θεία μου η Helena..
Το μπουκάλι είχε αδειάσει. Είχε πιει τα δυο ποτηράκια κρασί που από καιρό μπαγιάτευαν στο ψυγείο της και δεν είχε άλλο. Ούτε να μεθύσει δεν ήταν ικανή. Τι ξενέρωτη;
Πήγε στον υπολογιστή. Θα άκουγε μουσική. Να βγει από αυτή την βρωμοδιάθεση τέλος πάντων. Να φύγει το μυαλό, να ταξιδέψει αλλού.
Διάλεξε τα αγαπημένα της: Μάλαμας, Πασχαλίδης, Αρβανιτάκη τα παλιά…
Για άλλη μια φορά τον είχε ανακαλύψει να την κοροϊδεύει. Κάθε φορά που θυμόταν και έριχνε ματιές στα παλιά του διαδικτυακά λημέρια, όλο και κάτι έβρισκε. Ένα σχόλιο με ψευδώνυμο, έναν καυγά του με την κυρία, μια ανώνυμη χαριτωμενιά… κάτι που έδειχνε ότι δεν παρέλειπε να της υπενθυμίζει την παρουσία του. Κάτι βρήκε και αυτή τη φορά. Όχι σοβαρό, ούτε σημαντικό, ούτε σοβαρότερο από τα άλλα. Όμως της την είχε δώσει. Είχε βαρεθεί να ανακαλύπτει τα ξεπορτίσματά του. Ο γάτος του διαδικτύου… χούι.
Πρώτα βγαίνει η ψυχή, έλεγε η γιαγιά της, και μετά αυτό.
Θα μου πείτε έπρεπε να το ξέρει… Ναι, έπρεπε και ως ένα σημείο το ήξερε. Και ως ένα σημείο δεν την ενοχλούσε. Αυτό που της την έδινε ήταν που ο κύριος ξεπόρτιζε και όταν επέστρεφε έκανε σ’ εκείνην σκηνικά και ζηλοτυπίες. Τότε γινόταν έξαλλη.
Της είχε προσάψει κάθε πιθανή και απίθανη ερωτική περιπέτεια, την είχε εξοντώσει με κατηγόριες και ανακρίσεις.
Θα μου πείτε και γιατί δεν έφευγε…
Κόλλημα. Είχε φάει κόλλημα. Πώς να το πω; Fados και πάθος.
Επικοινωνούσαν πνευματικά, έπαιρναν φωτιά σωματικά… τρελαίνονταν.
Είχε ερωτευτεί.
Μάταια οι φίλες της προσπαθούσαν να την συνεφέρουν. Κάθε φορά που σωριαζόταν στα πατώματα γεμάτη οργή είτε από τις ζηλοτυπίες είτε από τα ξενοκοιτάγματά του, εκείνες έπιαναν το ίδιο τροπάριο.
Η ψυχολόγος της παρέας μάλιστα είχε προσφερθεί να το αναλύσουν.
-Θα σκίσεις τα πτυχία σου, άσε. Είμαι αθεράπευτη.
«Στη φωτιά ρίχνω όλα τα καμένα». Η θαμπή φωνή του Μάλαμα δεν την βοηθούσε να πάει παρακάτω. Έμενε εκεί, κολλημένη στα ίδια.
Ξαφνικά το αποφάσισε.
Και λίγη έκπτωση δεν θα την έβλαπτε. Τόσα πατώματα είχε σφουγγαρίσει, τόσες φορές είχε συρθεί στα πόδια του, αυτό θα την χάλαγε;
Σήκωσε το τηλέφωνο και παρήγγειλε μια γλυκιά κρέπα με φράουλες και ένα μπουκάλι σαμπάνια.
«Η χλιδή είναι το κλειδί.», έλεγε μια παλιά φίλη με διδακτορικό στην καψούρα.
Φόρεσε τα μαύρα με το βαθύ ντεκολτέ και βγήκε στη βεράντα. Άναψε δυο κεριά να κάνει ατμόσφαιρα και έβαλε χαμηλά την μουσική. Ίσα να ξέρει μόνο εκείνη τι ακούει.
Φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου και ψιθύρισε: «Να μου μιλάς όπως παλιά δεν επιτρέπεται κι όταν με βλέπεις μη με παίρνεις αγκαλιά.», Νατάσσα Θεοδωρίδου. Κούνησε παράταιρα το κεφάλι της και προσπάθησε να κρατήσει το ρυθμό με το χέρι.
Μάταια. Δεν έβγαινε. Δεν της έλεγε τίποτα.
Εκείνη ήθελε τα χέρια του, ήθελε τα λόγια του, ήθελε να της μιλήσει πάλι όπως παλιά.
Γινόταν έξαλλη. Με τον εαυτό της γινόταν έξαλλη.
Έβαλε το «Meu Fado» στη διαπασών και βούτηξε με τα μούτρα στο κρεβάτι.
Αθεράπευτη. Ούτε να ξεπέσει λίγο στην καψούρα δεν μπορούσε.
Η πρώτη φωτογραφία είναι της Mélanie D.S. και η δεύτερη από το video-clip της Mariza.